-
1 εμπόριο(ν)
το торговля; коммерция;χονδρικό (λιανικό) εμπόριο(ν) — оптовая (розничная) торговля;
εισαγωγικό εμπόριο(ν) — импорт;
εξαγωγικό εμπόριο(ν) — экспорт;
εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο(ν) — внешняя (внутренняя) торговля;
κρατικό (ιδιωτικό) εμπόριο(ν) — государственная (частная) торговля
-
2 εμπόριο(ν)
το торговля; коммерция;χονδρικό (λιανικό) εμπόριο(ν) — оптовая (розничная) торговля;
εισαγωγικό εμπόριο(ν) — импорт;
εξαγωγικό εμπόριο(ν) — экспорт;
εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο(ν) — внешняя (внутренняя) торговля;
κρατικό (ιδιωτικό) εμπόριο(ν) — государственная (частная) торговля
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek